- ανασαίνω
- (αόρ. ανάσανα) αμετ.1) дышать; вдыхать; 2) переводить дух, отдыхать, делать передышку; 3) почувствовать облегчение, вздохнуть свободно, вздохнуть спокойно
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανασαίνω — ανασαίνω, ανάσανα βλ. πίν. 44 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανασαίνω — (Μ ἀνασαίνω) 1. αναπνέω 2. μτφ. διακόπτω για λίγο την εργασία μου, ξεκουράζομαι 3. μτφ. ανακουφίζομαι ψυχικά, ξαλαφρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανεσαίνω < άνεσις, αναλογικά προς τα ρ. σε αίνω (πρβλ. ξηραίνω, θερμαίνω, λευκαίνω κ.ά.). Κατ’ άλλη άποψη… … Dictionary of Greek
ανασαίνω — ανα, ασμένος 1. αναπνέω: Ανασαίνει βαριά από τον πυρετό. 2. ησυχάζω, ξεκουράζομαι: Τα παιδιά δεν την άφηναν να ανασάνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλαφρανασαίνω — μόλις ανασαίνω, ανασαίνω βαριά, με δυσκολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + ανασαίνω] … Dictionary of Greek
κοντανασαίνω — αναπνέω με σύντομες και διακεκομμένες αναπνοές, λαχανιάζω, ασθμαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + ανασαίνω (πρβλ. βαρι ανασαίνω, γοργ ανασαίνω] … Dictionary of Greek
ξανασαίνω — (Μ ξανασαίνω) 1. παύω να ασθμαίνω 2. ξαποσταίνω, ξεκουράζομαι, αναπαύομαι 3. ηρεμώ, ανακουφίζομαι νεοελλ. 1. αναπνέω, ανασαίνω 2. ελαφρώνω, ανακουφίζω κάποιον («καλότυχος θνητός ή λαός που θα τόν ξανασάνεις», Παλαμ.) 3. παροιμ. «κάθισα να… … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος … Dictionary of Greek